Αναρωτιέσαι γιατί οι γυναίκες προτιμούν τους άντρες με αρρενωπά χαρακτηριστικά για σύντομες σχέσεις;
Η επιστήμη σου έχει την απάντηση!
Ανέκαθεν ένα από τα συχνότερα ερωτήματα των αντρών ήταν με ποιον τρόπο οι γυναίκες επιλέγουν συντρόφους ανάλογα με τη διάρκεια της σχέσης που αποφασίζουν να κάνουν. Σε αυτό το άρθρο θα αναφερθούμε στα κριτήρια που θέτουν οι γυναίκες όταν κάνουν σχέσεις μικρής διάρκειας αλλά και πως αυτά τα κριτήρια συνδέονται με την θεωρία των “καλών γονιδίων”.
Καταρχάς πρέπει να τονιστεί ότι η συντροφικότητα αποτελεί έναν από τους πιο σοβαρούς παράγοντες για την ομαλή ψυχοσωματική λειτουργία του ανθρώπου. Εννοιολογικά, είναι εκείνη που μας δίνει τη δυνατότητα να μοιραζόμαστε συναισθήματα, σκέψεις, επιτυχίες και αποτυχίες, θεωρείται μια κύρια ανάγκη σχετικά με την επιβίωση και δεν κατατάσσεται απλά στις προτιμήσεις (Ellis, 1962). Βέβαια, για να προκύψει η συντροφικότητα θα πρέπει πρώτα το άτομο να περάσει από τη διαδικασία επιλογής συντρόφου και η διαδικασία αυτή διαφέρει πολύ ανάμεσα στα δύο φύλα. Ο βιολόγος Κάρολος Δαρβίνος, μέσω της εξελικτικής θεωρίας του, ήταν εκείνος που διαπίστωσε για πρώτη φορά αυτές τις διαφορές, περίπου ενάμιση αιώνα πριν (1871) (Buss, 2009).

Σύμφωνα με την πλειονότητα των σύγχρονων ερευνών οι γυναίκες έλκονται από τα αρρενωπά χαρακτηριστικά των ανδρών και συνάπτουν σχέσεις μικρής διάρκειας μαζί τους. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με μία πρώτη έρευνα (Buss & Shackelford 2008), στις εν λόγω περιπτώσεις οι γυναίκες αυξάνουν τη σημασία που αποδίδουν στη φυσική ελκυστικότητα του ατόμου, την σεξουαλική έκκληση, τη μυϊκή δύναμη, την ευφυΐα και τις υπερβολικές και άμεσες επιδείξεις πόρων αδιαφορώντας για τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του. Όλα αυτά αποτελούν ουσιαστικά δείκτες καλών γονιδίων και επομένως ελκύουν τις γυναίκες για σύναψη βραχυχρόνιων σχέσεων. Σε παραπλήσια αποτελέσματα κατέληξε και η έρευνα της Cashdan (1996), αφού οι γυναίκες που συμμετείχαν στην έρευνα δήλωσαν ότι προτιμούν την άμεση πρόσβαση στους πόρους των πιθανών συντρόφων όταν πρόκειται για σχέσεις μικρής διάρκειας.
Επιπρόσθετα, μία άλλη έρευνα (Gangestad et al., 2007) εξετάζει τις αλλαγές που παρατηρούνται στις προτιμήσεις των γυναικών όσον αφορά το σύντροφό τους κατά τη διάρκεια του κύκλου ωορρηξίας. Στην εν λόγω έρευνα συμμετείχαν πάρα πολλές γυναίκες οι οποίες βρίσκονταν σε διαφορετικά σημεία του κύκλου και χρησιμοποιήθηκαν διάφορα μέσα. Οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η κυριότερη εξήγηση για τις αλλαγές που παρατηρούνται είναι η υπόθεση των καλών γονιδίων αφού οι γυναίκες προτιμούν τους υποτιθέμενους δείκτες γενετικών ωφελειών των πιθανών συντρόφων όταν είναι γόνιμες.

Στην ίδια λογική με την παραπάνω έρευνα κινείται και αυτή των Haselton και Gangestad (2006). Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι γυναίκες που βρίσκονταν πιο κοντά στην ωορρηξία επιθυμούσαν να πηγαίνουν σε μέρη όπου θα μπορούσαν να γνωρίσουν άντρες με αρρενωπά χαρακτηριστικά αδιαφορώντας για τα υπόλοιπα προσόντα του πιθανού συντρόφου. Μάλιστα η επιθυμία αυτή ήταν αρκετά μεγαλύτερη για τις γυναίκες οι οποίες θεωρούσαν ότι οι νυν σύντροφοί τους δεν ήταν ελκυστικοί και επομένως είχαν «κακά» γονίδια.
Επίσης, μία ακόμα έρευνα (Provost et al., 2008) αναφέρει ότι ο στρατηγικός πλουραλισμός γενικά προτείνει στις γυναίκες να συνάπτουν σχέσεις μεγάλης διάρκειας. Ταυτόχρονα, όμως, υποστηρίζει ότι οι γυναίκες πρέπει να εκμεταλλεύονται τις βραχυπρόθεσμες ευκαιρίες ζευγαρώματος, δηλαδή να συνάπτουν σχέσεις μικρής διάρκειας, όταν τα οφέλη (παραδείγματος χάρη γενετικά οφέλη για τους απογόνους) υπερκαλύπτουν τα κόστη (παραδείγματος χάρη μικρότερη γονική ενασχόληση, ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη). Και σε αυτήν την περίπτωση οι ερευνητές προσπάθησαν, λοιπόν, να υποστηρίξουν την υπόθεση των καλών γονιδίων και για αυτό το λόγο χρησιμοποίησαν ως συμμετέχουσες γυναίκες που διέφεραν στον εμμηνορρυσιακό κύκλο. Τα αποτελέσματα υπογράμμισαν ότι όντως τα αρρενωπά χαρακτηριστικά έλκυαν τις συμμετέχουσες όταν αυτές βρίσκονταν πιο κοντά στην ωορρηξία.

Επιπλέον, η έρευνα των Gangestad και Simpson (2000) αναφέρει ότι με την πάροδο των χρόνων οι γυναίκες ανέπτυξαν πιθανές στρατηγικές ζευγαρώματος ανάλογα με τις περιστάσεις. Με αυτόν τον τρόπο, λοιπόν, πρέπει οι άνδρες με αρρενωπά χαρακτηριστικά που ουσιαστικά φανερώνουν γενετικά οφέλη για τους απογόνους να προτιμώνται από τις γυναίκες όταν αυτές ψάχνουν για σχέσεις μικρής διάρκειας. Παράλληλα, όμως, πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη ότι στο βωμό της ελκυστικότητας και των αρρενωπών χαρακτηριστικών του συντρόφου θυσιάζονται άλλα χαρακτηριστικά όπως η προθυμία για βοήθεια στο μεγάλωμα των παιδιών.
Ακόμα, υπάρχουν έρευνες οι οποίες θεωρούν ως καλά γονίδια και άλλα χαρακτηριστικά ενός ατόμου όπως παραδείγματος χάρη τη δημιουργικότητα (Haselton & Miller, 2004) και το ύψος (Pawlowski & Jasienska, 2005). Σε αυτές τις έρευνες, λοιπόν, υποστηρίζεται και αποδεικνύεται πως οι γυναίκες προτιμούν ως πιθανούς συντρόφους για σχέσεις σύντομης διάρκειας αυτούς οι οποίοι είναι δημιουργικοί ή/και ψηλοί και δε λαμβάνουν υπόψη άλλες παραμέτρους όπως την οικονομική κατάστασή τους.
Γίνεται εύκολα αντιληπτό, λοιπόν, ότι όταν πρόκειται για σχέσεις μικρής διάρκειας κυρίαρχο ρόλο στην επιλογή του συντρόφου από τις γυναίκες παίζουν τα αρρενωπά χαρακτηριστικά αφού αποτελούν ένα σημαντικό κομμάτι της ποιότητας των γονιδίων (Li & Kendrick, 2006). Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται από ακόμα περισσότερες έρευνες (Dunkel & Papini, 2005; Buss & Schmitt, 1996; Buss, 1995; Buss, 2009; Schmitt, 2003; Buss & Barnes, 1986), στις οποίες υποστηρίζεται πως στο επίκεντρο του εγκεφάλου υπάρχει συνεχώς ένα σχέδιο επιλογής όσον αφορά την αναπαραγωγή του είδους. Έτσι, οι γυναίκες προσπαθούν να εξασφαλίσουν στους απογόνους τους όσο τον δυνατόν υγιέστερο μέλλον γίνεται, μέσω δυνατών και καλών γονιδίων (Buss & Schmitt, 1993; Stone et al., 2007).

Βέβαια, η σχέση μεταξύ της υπόθεσης των καλών γονιδίων και των σχέσεων σύντομης διάρκειας απασχολεί σε σημαντικό βαθμό και την εξελικτική προσέγγιση. Η διατύπωση αυτής της θεωρίας οδηγήθηκε, ουσιαστικά, από την εξέλιξη της επιστημονικής σκέψης πάνω στο παραπάνω πολύπλοκο ζήτημα. Γενικά, η προσέγγιση αυτή υποστηρίζει ότι οι διαφοροποιήσεις των δύο φύλων δημιουργούνται βιολογικά και αυτό συμβαίνει γιατί το ανθρώπινο είδος μπορεί και εξοικειώνεται και να προσαρμόζεται στις αλλαγές που γίνονται στο περιβάλλον. Επιπλέον, η εξελικτική προσέγγιση υποστηρίζει ότι η οποιαδήποτε προσπάθεια συγκράτησης της διαφορετικότητας και της ταύτισης των ρόλων των δυο φύλων είναι αδύνατη. Επίσης, θεωρεί ότι το φεμινιστικό κίνημα αλλά και η σεξουαλική απελευθέρωση των γυναικών έπαιξαν ρόλο στο να γίνει πιο κατανοητός ο διαχωρισμός των δύο φύλων επειδή η διαφορετικότητα τους έγινε σαφέστερη (Wood & Eagly, 2002).

Επιπρόσθετα, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι οι άντρες και οι γυναίκες από την πρωτόγονη εποχή ακόμα αντιμετώπιζαν διαφορετικά φυσικά και κοινωνικά περιβάλλοντα με αποτέλεσμα να παρατηρούνται σημαντικές διαφορές μεταξύ τους. Επειδή τα δύο φύλα βρίσκονταν αντιμέτωπα με διαφορετικές καταστάσεις υπάρχει η πεποίθηση ότι η αναπαραγωγική δυνατότητα ήταν απαραίτητη για να μπορέσουν να ξεχωρίζουν εκείνη την εποχή. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθούν διαφορετικοί μηχανισμοί μεταξύ των δύο φύλων οι οποίοι φέρουν την ευθύνη της διαφορετικής συμπεριφοράς μεταξύ τους. Ουσιαστικά, τα φύλα δημιούργησαν τακτικές διαφορετικές μεταξύ τους για να μπορέσουν να εξασφαλίσουν την αναπαραγωγή και την επιβίωση τους (Eagly & Wood, 1999).
Με βάση τα παραπάνω, λοιπόν, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι η εξελικτική ψυχολογία μας ωθεί στο να κατανοήσουμε καλύτερα το πώς λειτουργούν οι μηχανισμοί του εγκεφάλου σχετικά με τη στρατηγική της επιλογής συντρόφου από τις γυναίκες (Vandello et al., 2008). Σύμφωνα με την έρευνα του Buss (2007), το ζευγάρωμα είναι κοντά στην εξελικτική διαδικασία και στη διαφορική αναπαραγωγική επιτυχία. Ως απόγονοι αναπαραγωγικά επιτυχημένων προγόνων, οι σύγχρονες γυναίκες έχουν κληρονομήσει τις στρατηγικές ζευγαρώματος που οδήγησαν τον πρόγονο στην επιτυχία, συμπεριλαμβανομένης της υπόθεσης των καλών γονιδίων για βραχυχρόνιες σχέσεις.
Επίσης, μία ακόμα έρευνα (Buss & Schmitt, 1993) προτείνει την εξελικτική θεωρία ως την πλέον κατάλληλη για την επεξήγηση των ανθρώπινων στρατηγικών ζευγαρώματος. Πιο αναλυτικά, υποστηρίζει ότι οι γυναίκες έχουν αναπτύξει διακριτούς ψυχολογικούς μηχανισμούς οι οποίοι διέπουν τις στρατηγικές που ακολουθούν στις σχέσεις σύντομης διάρκειας αφού σε αυτές τις περιπτώσεις αντιμετωπίζουν διαφορετικά προσαρμοστικά προβλήματα. Με αυτόν τον τρόπο τα κριτήρια τους διαφοροποιούνται και είναι ανοικτές στη σύναψη τέτοιων σχέσεων.

Επιπλέον, πολύ σημαντική είναι και η έρευνα των Fink και Penton-Voak (2002) στην οποία εξετάζεται η σχέση των καλών γονιδίων, της ελκυστικότητας του προσώπου του συντρόφου και της διάρκειας της σχέσης συνυπολογίζοντας παράλληλα και το ρόλο της εξελικτικής προσέγγισης. Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτήν την έρευνα το ανθρώπινο πρόσωπο μεταδίδει έναν εντυπωσιακό αριθμό οπτικών σημάτων τα οποία συνδέονται με την υγεία και τα καλά γονίδια. Ταυτόχρονα η εξελικτική θεωρία υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι με την πάροδο των ετών εξελίχθηκαν και προσαρμόστηκαν στις νέες συνθήκες με τέτοιο τρόπο ώστε να βλέπουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά ενός ατόμου ως ελκυστικά. Με άλλα λόγια, δηλαδή, οι ανθρώπινοι μηχανισμοί εξελίχθηκαν ώστε να εντοπίζουν και να αξιολογούν τα χαρακτηριστικά αυτά (παραδείγματος χάρη τα αρρενωπά) που πρέπει να έχει ο σύντροφος ώστε μία γυναίκα να συνάψει σχέση σύντομης διάρκειας μαζί του.

Επιπρόσθετα, μία άλλη έρευνα (Frederick & Haselton, 2007) υπογραμμίζει το γεγονός ότι οι επιστήμονες που υποστηρίζουν την εξελικτική θεωρία θεωρούν ότι τα υπερβολικά σεξουαλικά χαρακτηριστικά είναι σημάδια των καλών γονιδίων που αυξάνουν τη βιωσιμότητα των απογόνων ή/και την αναπαραγωγική επιτυχία. Πιο συγκεκριμένα, οι ερευνητές αρχικά αναφέρουν ότι οι περισσότερες έρευνες επικεντρώνονται στους άνδρες και στο πως αυτοί επιλέγουν τη σύντροφό τους θεωρώντας ότι αυτό το θέμα έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον από τον τρόπο επιλογής συντρόφων από τις γυναίκες. Στη συνέχεια, και αφού διέψευσαν το παραπάνω, απέδειξαν ότι και στα ζώα και στους ανθρώπους το φύλο που επενδύει περισσότερο στους απογόνους είναι το θηλυκό και συνεπώς είναι αρκετά πιο επιλεκτικό όσον αφορά τους συντρόφους με τους οποίους συνάπτει σχέσεις. Οι γυναίκες, λοιπόν, πριν συνάψουν σχέσεις σύντομης διάρκειας με κάποιον πιθανό σύντροφο αξιολογούν την ελκυστικότητα και τα αρρενωπά χαρακτηριστικά του αφού είναι προπομποί των καλών γονιδίων και δύνανται να ενισχύσουν την αναπαραγωγική επιτυχία. Βέβαια, σημαντικό ρόλο σε αυτό παίζει και το γεγονός ότι στο παρελθόν οι πρόγονοι που επέλεξαν συντρόφους με έντονα σεξουαλικά χαρακτηριστικά είχαν μεγαλύτερη επιτυχία στην αναπαραγωγή από αυτούς που δεν το έπραξαν και επομένως οι γυναίκες ακολουθούν τη στρατηγική που έχει αποδεδειγμένα επιτυχή αποτελέσματα.
Επομένως αυτό που γίνεται εύκολα αντιληπτό είναι ότι ο τρόπος επιλογής συντρόφου από τις γυναίκες και τα κριτήρια που θέτουν, η επιρροή που ασκούν τα καλά γονίδια και τα αρρενωπά χαρακτηριστικά σε αυτήν την επιλογή καθώς και η σύντομη διάρκεια της σχέσης συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους επηρεάζοντας το ένα το άλλο. Σε όλα αυτά βοηθάει η εξελικτική προσέγγιση προσπαθώντας να εξετάσει αυτές τις σχέσεις και τις αλληλεπιδράσεις τους ώστε να γίνουν πλήρως κατανοητές (Buss & Shackelford 2008).
Βιβλιογραφία
Buss, D., M. & Schmitt, D. (1993). Sexual Strategies Theory: An Evolutionary Perspective on Human Mating. Psychological Review, 100(2), 204-232.
Buss, D., M. & Shackelford, T., K. (2008). Attractive Women Want it All: Good Genes, Economic Investment, Parenting Proclivities, and Emotional Commitment. Evolutionary Psychology.
Buss, D., M. (2009). The great struggles of life: Darwin and the emergence of evolutionary psychology. University Of Texas at Austin.
Cashdan, E. (1996). Women’s Mating Strategies. Evolutionary Anthropology, 5, 134–143.
Ellis, A. (1962). Reason and emotion in psychotherapy.
Frederick, D., A. & Haselton, M., G. (2007). Why Is Muscularity Sexy? Tests of the Fitness Indicator Hypothesis. Personality and Social Psychology, 33, 1167-1183.
Gangestad, S., W. & Garver-Apgar, C., E. (2007). Changes in Women’s Mate Preferences Across the Ovulatory Cycle. Journal of Personality and Social Psychology, 92(1), 151–163.
Haselton, M., G. & Miller, G., F. (2004). Women’s fertility across the cycle increases the short-term attractiveness of creative intelligence compared to wealth.
Li, N. & Kendrick, D. (2006). Sex Similarities and Differences in Preferences for Short-Term Mates: What, Whether, and Why.
Pawlowski, B. & Jasienska, G. (2005). Women’s preferences for sexual dimorphism in height depend on menstrual cycle phase and expected duration of relationship. Biological Psychology, 70, 38–43.
Provost, M., P., Troje, N., F. & Quinsey, V., L. (2008). Short-term mating strategies and attraction to masculinity in point-light walkers. Evolution and Human Behavior 29, 65-69
Gangestad, S., W. & Simpson, j., A. (2000). The evolution of human mating: Trade-offs and strategic pluralism. BEHAVIORAL AND BRAIN SCIENCES, 23, 573-644.